Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορυγμίη — ὀρυγμίη, ἡ (Α) (δ. γρφ·)βλ. ὀρεγμίη … Dictionary of Greek
ορεγμίη — ὀρεγμίη και δ. γρφ. ὀρυγμίη ἡ (Α) ερευγμός, ρέψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρυγμός (< ἐρεύγομαι «ρεύομαι»), με αντιμετάθεση τών φωνηέντων (πρβλ. οξυρεγμία)] … Dictionary of Greek